- ἀκολασία
- ἀκολασίᾱ , ἀκολασίαlicentiousnessfem nom/voc/acc dualἀκολασίᾱ , ἀκολασίαlicentiousnessfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκολασίᾳ — ἀκολασίαι , ἀκολασία licentiousness fem nom/voc pl ἀκολασίᾱͅ , ἀκολασία licentiousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολασία — η (Α ἀκολασία) ροπή σε ασελγείς και ανήθικες πράξεις, εκφυλισμός, φιληδονία, ηδυπάθεια (αντίθ. τού εγκράτεια) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλασις < κολάζω] … Dictionary of Greek
ακολασία — η η ασωτία, η παραλυσία: Η ακολασία είναι σημάδι κοινωνικής παρακμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκολασίας — ἀκολασίᾱς , ἀκολασία licentiousness fem acc pl ἀκολασίᾱς , ἀκολασία licentiousness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίαι — ἀκολασία licentiousness fem nom/voc pl ἀκολασίᾱͅ , ἀκολασία licentiousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίαν — ἀκολασίᾱν , ἀκολασία licentiousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασιῶν — ἀκολασία licentiousness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίαις — ἀκολασία licentiousness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίη — ἀκολασία licentiousness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολασίην — ἀκολασία licentiousness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)